ὀδοντοειδῆ

ὀδοντοειδῆ
ὀδοντοειδής
tooth-shaped
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ὀδοντοειδής
tooth-shaped
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ὀδοντοειδής
tooth-shaped
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κωνόδοντα — τα (παλαιοντ.) μικροσκοπικά οδοντοειδή απολιθώματα που αποτελούνται από φωσφορικό ασβέστιο και είναι υπολείμματα μικρών θαλάσσιων ασπονδύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. conodonta < αγγλ. con(o) (< κῶνος) + odonta < ὀδούς,… …   Dictionary of Greek

  • άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”